- ἕδρια
- ἕδριονneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἑδρίας — ἑδρίᾱς , ἑδρίας blowing steadily masc acc pl ἑδρίᾱς , ἑδρίας blowing steadily masc nom sg (attic epic doric aeolic) ἑδρίᾱς , ἑδριάω seat imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθεδρία — καθεδρία, ἡ (Μ) έδρα, κάθισμα, θρόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθέδρα (πρβλ. και καθέδρ ιος, ιον) (< εδρος), πιθ. κατ αναλογίαν προς τα εδρία, πρβλ. προ εδρία < πρό εδρος] … Dictionary of Greek
πλησιεδρία — ἡ, Μ πλήρης συνέλευση, απαρτία. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. πλησ(ι) τού πίμπλημι* «γεμίζω» (πρβλ. αόρ. ἔ πλησ α) + εδρία (< εδρος < ἕδρα), πρβλ. πρωτο εδρία] … Dictionary of Greek
πρωτοκαθεδρία — η, ΝΜΑ η πρώτη έδρα ή το να κάθεται κανείς ως εξαιρετικά τιμώμενο πρόσωπο στην πρώτη έδρα σε μία δημόσια εκδήλωση («φιλοῡσι δὲ τὴν πρωτοκλίσιαν ἐν τοῑς δείπνοις καὶ τὰς πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῑς συναγωγαῑς», ΚΔ) νεοελλ. 1. (καν. δίκ.) η τιμητική… … Dictionary of Greek
υφεδρία — ἡ, Α 1. (κυριολ.) κάθισμα που βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο 2. μτφ. υποδεέστερο αξίωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + εδρία (< εδρος < ἕδρα), πρβλ. προ εδρία] … Dictionary of Greek
ημιεδρία — Ιδιότητα των κρυστάλλων, η συμμετρία των oποίων είναι το μισό της συμμετρίας του κρυσταλλικού τους πλέγματος. Κλασική περίπτωση είναι το τετράεδρο που έχει τις μισές έδρες του οκτάεδρου και τις ίδιες παραμετρικές σχέσεις (1:1:1), ενώ τα στοιχεία… … Dictionary of Greek
ἑδριάασθαι — ἑδριάω seat pres inf mp (epic) ἑδριά̱ασθαι , ἑδριάω seat pres inf mp (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)